- αμακινάριστος
- η , ο обл не обработанный, механическим способом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμακινάριστος — η, ο [μακινάρω] 1. αυτός που δεν τόν επεξεργάστηκαν με μηχάνημα ή αυτός που δεν επιδέχεται μηχανική επεξεργασία … Dictionary of Greek